Κάτι που έγραψα για την αγαπημένη φίλη μου, Αντιγόνη Ντρισμπιώτη. Με πολύ αγαπη της το αφιερώνω:
Σε μια γωνιά του κόσμου, μια ψυχή αφουγκράζεται τον άνεμο.
Στις πτυχές της κουβαλά κάτι ανείπωτο, κάτι ανεκπλήρωτο.
Ένας ψίθυρος, ανεπαίσθητος στην αρχή, γίνεται πρόσταγμα:
«Φτάσε εκεί που δεν μπορείς».
Κι όμως, οι φωνές των άλλων υψώνουν τείχη.
«Το βήμα είναι μεγάλο, θα σε συντρίψει», λένε,
αλλά μέσα της κάτι βράζει.
Σαν μια φωτιά που σιγοκαίει,
στον λήθαργο παλιών, ξεχασμένων ελπίδων.
Η φλόγα της, αδάμαστη, σηκώνει κεφάλι.
Αρνείται να σβήσει μπροστά στη δυσπιστία.
Είναι εκείνοι που την περιβάλλουν -φίλοι, γνωστοί-
Που ψιθυρίζουν στο σκοτάδι:
«Μην φοβάσαι! Εσύ είσαι η δύναμη. Εσύ είσαι το όνειρο».
Η θέλησή της γίνεται βράχος,
αγέρωχος μπροστά στις ριπές της αμφιβολίας.
Μα δεν μένει ακίνητη γίνεται ανεμοστρόβιλος,
ξεριζώνει φόβους και σκορπά τη σκιά.
Σκοτάδι που γίνεται κομμάτια,
θραύσματα φωτός.
Δεν κοιτάζει πίσω της.
Οι λάθος άνθρωποι, θεατές της πορείας της,
μένουν στις σκιές ενός παρελθόντος που δεν την αφορά πια.
Η διαδρομή είναι δική της,
χαραγμένη σε μονοπάτια που λίγοι τόλμησαν.
«Θα φτάσω ως το τέρμα», λέει,
η φωνή της καθαρή, γεμάτη βεβαιότητα.
Κάθε βήμα της, χτύπος στη σιωπή.
Η νίκη της δεν είναι το τέρμα,
είναι το ταξίδι, ο αγώνας,
η ίδια η ζωή.
Κάθε μάχη, μια σφραγίδα της ύπαρξής της.
Κάθε νίκη, μια κραυγή ενάντια στην αδράνεια.
Η ελευθερία είναι ταξίδι που δεν τελειώνει,
μια φλόγα που δεν σβήνει,
αλλά ξαναγεννιέται.
Σαν τον ήλιο που ανατέλλει μετά τη θύελλα.
Με το βλέμμα στραμμένο μπροστά,
αγκαλιάζει το μέλλον της.
Κάθε όνειρο, κάθε κατάκτηση,
ενας κόσμος που γεννιέται μέσα της.
Κι όταν φτάσει στο τέρμα,
θα γιορτάσει τη ζωή που δεν άφησε να χαθεί,
με χαμόγελο, με θάρρος, με ψυχή.
Ηλιας Τσαλικης